μοσκοβόλος

μοσκοβόλος
-α, -ο, θηλ. και μοσκόβολη
βλ. μοσχοβόλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”